- κωμῳδοποιητής
- κωμῳδο-ποιητής, οῦ, ὁ,A = κωμῳδοποιός, Id.Pax734, Poll.4.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμωδοποιητής — κωμῳδοποιητής, ό (Α) συγγραφέας κωμωδιών, κωμωδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιητής] … Dictionary of Greek
κωμῳδοποιητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιηταί — κωμῳδοποιητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek